- ψευδοπαράλυση
- [-τς (-εως)] η мед. псевдопаралич
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψευδοπαράλυση — η Ν (παλ. όρος) ιατρ. αδυναμία κίνησης τών μελών που μοιάζει με παράλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + παράλυση. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδοπαράλυσις, μαρτυρείται από το 1892 στον Δ. Δημητριάδη] … Dictionary of Greek